νιάνιαρο — το πολύ μικρό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. ηχομιμητικά είτε από τη φωνή τής γάτας νιάου νιάου, επειδή το κλάμα τού μικρού παιδιού ακούγεται σαν νιαούρισμα, είτε ίσως από τον τ. νιανιά] … Dictionary of Greek
νιανιάς — ο [νιανιά] ξεμωραμένος γέρος, ξεκούτης … Dictionary of Greek